- καλοπλένω
- (Μ καλοπλένω)1. πλένω καλά, καθαρά, επιμελημένα2. (συνήθ. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοπλυμένος, -η, -ο(ν)καλά πλυμένος, καθαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek